ρομπόλ(λ)α

ρομπόλ(λ)α
η, Ν
1. ποικιλία σταφυλιού τής Κεφαλλονιάς
2. κρασί από ρομπόλ(λ)α.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. πιθ. ιταλικής προέλευσης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”